παραδουλευτής

παραδουλευτής
ο, θηλ. παραδουλεύτρα [παραδουλεύω]
1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες
2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα
γυναίκα που βοηθά στις δουλειές τού σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”